lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διάρκεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abidance, continuance, durability, duration, lifespan, standing
διάρκεια
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
doba, délka, stálost, trvanlivost, trvání
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestand, dauer, lebensdauer, zeit
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
duración, persistencia
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
durée, persistance
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
durata
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
varighet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продолжительность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
längd
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kestus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aika, jatkuminen, kesto, kestäminen, kestävyys, pituus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trajanje
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
trukmė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
durarias
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
trwanie

Σχετικές λέξεις

διάρκεια εμπορικών μισθώσεων, διάρκεια σχολικού έτους, διάρκεια εκπτώσεων 2014, διάρκεια ημέρας, διάρκεια εμπορικής μίσθωσης, διάρκεια θητείας, διάρκεια επαγγελματικής μίσθωσης 2014, διάρκεια επαγγελματικής μίσθωσης, διάρκεια παράστασης cats, διάρκεια εγκυμοσύνης