lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επιληψία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
epilepsy
επιληψία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
epilepsie
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
epilepsie, fallsucht
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
epilepsi
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
epilepsia
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
comitialité, feuilles, haut, haut-mal, mal, épilepsie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
epilessia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
epilepsi
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эпилепсия
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
epilepsi
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
langetõbi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
epilepsija
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
epilepsija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
epilepsia
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
epilepsia
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
епілепсія
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
epilepsja, padaczka

Σχετικές λέξεις

επιληψία αντιμετώπιση, επιληψία σκύλου, επιληψία του κροταφικού λοβού, επιληψία σε παιδιά, επιληψία συμπτώματα, επιληψία και οδήγηση, επιληψία και διατροφή, επιληψία θεραπεία, επιληψία και εγκυμοσύνη, επιληψία και κληρονομικότητα