lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μεσημεριανό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dinner, lunch
μεσημεριανό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
oběd, obědvat, poobědvat, večeře
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abendessen, hauptmahlzeit, lunch, mahlzeit, mittagessen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
frokost, middag
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
almorzar, almuerzo, cena, comer, comida
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ch, déjeuner, dîner, tournée
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cena, colazione, desinare, pranzare, pranzo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lunsj, middag, middagsmat
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обед, обеды
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lunsa, middag, middagsmat
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
darkë, drekë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обед, обяд
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абед, вячэра
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
lõunasöök, õhtusöök
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aamiainen, illallinen, lounas, päivällinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
doručak, ručak, večera
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ebéd
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pietūs, priešpiečiai
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
almoçar, almoço, cena, comer, comida
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
večerja
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обід
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
obiad

Σχετικές λέξεις

μεσημεριανό γεύμα, μεσημεριανό φαγητό, μεσημεριανό στην αθήνα, μεσημεριανό στα αγγλικά, μεσημεριανό με λίγες θερμίδες, μεσημεριανό μαρούσι, μεσημεριανό στο γραφείο, μεσημεριανό delivery, μεσημεριανό μου, υγιεινό μεσημεριανό