lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επιφανειακός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cursory, desultory, facile, futile, outward, perfunctory, rough, shallow, sketchy, skin-deep, slack, smattering, summary, superficial
επιφανειακός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
letmý, mělký, náčrtkovitý, povrchový, povšechný, resumé, souhrn, sumární, vnějšek, vnějškový, vnější, zběžný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flüchtig, oberflächlich, seicht, äußerlich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lav, overfladisk, summarisk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exterior, externo, somero, sumario, superficial
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
extérieur, sommaire, superficiel
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esteriore, esterno, estrinseco, generico, sommario, superficiale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flat, grunn, overfladisk, summarisk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беглый, внешний, наружный, поверхностный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
summarisk
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
беглы, паверхневы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pinnallinen, ulko-
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plitak
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
sommás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exterior, externo, frívolo, fugitivo, sumario, sumário, superficial
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винесення, даремний, легкий, легковажний, марний, нікчемний, побіжний, поверхнева, поверхневий, поверховий, проходження, тангенціальний, швидкий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pobieżny, powierzchowny

Σχετικές λέξεις

επιφανειακός συνώνυμα, επιφανειακός λεξικό, επιφανειακός συνώνυμο, επιφανειακός άνθρωπος, επιφανειακός αγγλικά, επιφανειακός σεισμός, επιφανειακός ορισμός