lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εφευρέτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
artificer, doer, inventor
εφευρέτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
vynálezce
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erfind, erfinder
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
descubridor, inventor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inventeur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inventore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppfinner
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изобретатель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppfinnare
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вынаходнік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
leiutaja
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keksijä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
feltaláló
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inventor
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
vynálezca
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автор, винахідник, обліковець, раціоналізатор
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wynalazca

Σχετικές λέξεις

εφευρέτης τηλεφώνου, εφευρέτης της πυρίτιδας, εφευρέτης που κατασκεύασε τον 19ο αιώνα τον ηλεκτρικό λαμπτήρα, εφευρέτης τηλεόρασης, εφευρέτης του ηλεκτρισμού, εφευρέτης της τηλεόρασης, εφευρέτης ραδιοφώνου, εφευρέτης αυτοκινήτου, εφευρέτης κινητου τηλεφωνου, εφευρέτης αεροπλάνου