lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ικανοποίηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amends, apology, atone, atonement, complacence, complacency, content, contentment, enjoyment, gladness, gratification, pleasure, satisfaction, settlement
ικανοποίηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
libost, náhrada, odčinění, potěšení, radost, satisfakce, spokojenost, spokojený, ukojení, uspokojení, zadostiučinění, zábava
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befriedigung, genugtuung, sühne, wiedergutmachung, zufriedenheit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
behag, fornøjelse, glæde, henrykkelse, velbehag
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agrado, contento, fruición, gozo, reparación, satisfacción
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aise, assouvissement, autosatisfaction, contentement, insatisfaction, joie, réparation, satisfaction, triomphe
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compiacimento, consolazione, contentezza, diletto, gioia, soddisfazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
behag, fornøyelse, glede, henrykkelse, nåja, oppreisning, tilfredshet, velbehag
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
довольство, удовлетворение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
behag, belåtenhet, nöja, välbehag
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gëzim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удовлетворение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
забеспячэнне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
rahulolu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mielihyvä, tyydytys
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zadovoljstvo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elégedettség, elégtétel, kielégítés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agrado, contento, gozo, satisfação
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдоволення, задоволення
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
satysfakcja, zadowolenie, zadośćuczynienie

Σχετικές λέξεις

ικανοποίηση συνώνυμο, ικανοποίηση και υποκίνηση του νοσηλευτικού προσωπικού, ικανοποίηση από την εργασία, ικανοποίηση εργαζομένων, ικανοποίηση πελάτη, ικανοποίηση πελατών, ικανοποίηση του πελάτη, ικανοποίηση ασθενών από την παρεχομένη φροντίδα υγείας, ικανοποίηση φοιτητών, ικανοποίηση ασθενών