αζαλέα στα αγγλικά αζαλέα στα γερμανικά αζαλέα στα γαλλικά αζαλέα στα νορβηγικά αζαλέα στα ρωσικά αζαλέα στα σουηδικά αζαλέα στα βουλγαρικά αζαλέα στα λευκορωσίας αζαλέα στα πορτογαλικά αζαλέα στα σλοβακική αζαλέα στα ουκρανικά αζαλέα στα πολωνική
ντόπιος στα ουκρανικά υποκειμενικός στα ρωσικά εφημέριος στα πορτογαλικά χειροκροτώ στα γερμανικά ορμόνη στα εσθονική
εφημέριος ορισμός ντόπιος στα αγγλικά υποκειμενικός συνώνυμα χειροκροτώ κλίση ορμόνη ριζοβολίας