lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ντόπιος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
autochthonous, greaser, indigenous, native, vernacular
ντόπιος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
domorodec, domorodý, domácí, místní, původní, rodilý, rodák, tuzemec, tuzemský, vrozený
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bodenständig, eingebildet, eingeboren, eingeborene, eingeborener, einheimisch, gebürtig, heimisch, inländer, ortsansässig, volkstümlich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
indfødt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aborigen, auténtico, autóctono, criollo, indígena, natal, nativo, país
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aborigène, autochtone, cru, indigène, natif, originaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aborigeno, autoctono, indigeno, nativo, nostrano
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innfødd, innfødt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
коренной, отечественный, рожаем, самородный, туземец, туземный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
infödd, inföding, inhemsk
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
айчынны, туземны, тутэйшы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alkuasukas, alkuperäinen, kotimainen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bennszülött
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aborígene, autóctone, indígena, natal, nativo, pátrio
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
autohton
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вітчизняний, рідний-внесений, тубільний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
krajowiec, rodowity, rodzimy, tubylczy

Σχετικές λέξεις

ντόπιος συνώνυμο, ντόπιος αγγλικά, ντόπιος συνώνυμα, ντόπιος στα αγγλικά, σόφκα ντόπιος, ξενόφερτα ντόπιος