lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταστρέφω στα ισπανικά

Λέξη:
καταστρέφω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (30):
aniquilar, anonadar, arrasar, arruinar, arruinarse, consumir, damnificar, dañar, daño, demoler, derruir, desbaratar, deshacer, desmoronarse, desolar, despedazar, destrozar, destruir, deteriorar, devastar, estragar, estrellar, estropear, exterminar, gastar, quebrantar, reventar, romper, ruinar, talar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά καταστρέφω, καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικα, καταστρέφω αρχαία, καταστρέφω στα ισπανικά, aniquilar στα ελληνικά
καταστρέφω στα ισπανικά