lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταστρέφω στα πολωνική

Λέξη:
καταστρέφω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (8):
niszczyć, rujnować, tępić, unicestwiać, unicestwić, zburzyć, zniszczyć, zniweczyć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική καταστρέφω, καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικα, καταστρέφω αρχαία, καταστρέφω στα πολωνική, niszczyć στα ελληνικά
καταστρέφω στα πολωνική