τουφέκι στα αγγλικά τουφέκι στα τσεχική τουφέκι στα γερμανικά τουφέκι στα δανική τουφέκι στα γαλλικά τουφέκι στα ιταλικά τουφέκι στα νορβηγικά τουφέκι στα ρωσικά τουφέκι στα σουηδικά τουφέκι στα αλβανικά τουφέκι στα λευκορωσίας τουφέκι στα εσθονική τουφέκι στα φινλανδικά τουφέκι στα κροατικά τουφέκι στα ουγγρική τουφέκι στα λιθουανική τουφέκι στα πορτογαλικά τουφέκι στα σλοβενική τουφέκι στα πολωνική τουφέκι στα σλοβακική τουφέκι στα ουκρανικά
επιδεινώνω στα πορτογαλικά καίω στα πορτογαλικά κόσμος στα ουκρανικά ναύτης στα σουηδικά λεία στα γερμανικά
κόσμος ετυμολογία λία σεργάκη καίω φλάντζα ναύτης βγήκε στη στεριά