lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεύομαι στα ιταλικά

Λέξη:
γεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (18):
assaggiare, assaggio, assaporare, campione, cimentare, collaudare, comprovare, costare, costo, degustare, dimostrare, esemplare, esperimentare, gustare, provare, saggiare, saggio, tentare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά γεύομαι, γεύομαι συνόνυμα, γεύομαι μαγεύομαι ιωάννινα, γεύομαι και μαγεύομαι, γευομαι και μαγευομαι θησείο, γεύομαι στα ιταλικά, assaggiare στα ελληνικά
γεύομαι στα ιταλικά