lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποδυναμώνω στα ιταλικά

Λέξη:
αποδυναμώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
affievolire, annacquare, attenuare, debilitare, fiaccare, indebolire, infiacchire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αποδυναμώνω, αποδυναμώνω συνώνυμο, αποδυναμώνω συνώνυμα, αποδυναμώνω αντωνυμο, αποδυναμώνω στα ιταλικά, affievolire στα ελληνικά
αποδυναμώνω στα ιταλικά