εξορκίζω στα αγγλικά εξορκίζω στα τσεχική εξορκίζω στα γερμανικά εξορκίζω στα δανική εξορκίζω στα ισπανικά εξορκίζω στα γαλλικά εξορκίζω στα νορβηγικά εξορκίζω στα ρωσικά εξορκίζω στα λευκορωσίας εξορκίζω στα φινλανδικά εξορκίζω στα ουκρανικά εξορκίζω στα πολωνική
σοβαρός στα πορτογαλικά κτήριο στα λευκορωσίας ίσος στα τσεχική όφελος στα σουηδικά ανώνυμος στα πορτογαλικά
ίσος καλύμνου όφελος αντώνυμο σοβαρός αντώνυμα κτίριο ή κτίριο ανώνυμος απολογητής