lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εξορκίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conjure, exorcize
εξορκίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
zaklínat, zapřísahat, zažehnávat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beschwören
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
mane
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conjurar, deprecar, exhortar, rogar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adjuger, adjurer, conjurer, exorciser, jurer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scongiurare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mane
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заклинать
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
заклінаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
manata
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заклинати, заклиніть, моліться, перестережіть, протестувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zaklinać

Σχετικές λέξεις

εξορκίζω σημασια, εξορκίζω συνωνυμο