ευμεταβλησία στα αγγλικά ευμεταβλησία στα τσεχική ευμεταβλησία στα γερμανικά ευμεταβλησία στα ισπανικά ευμεταβλησία στα γαλλικά ευμεταβλησία στα ρωσικά ευμεταβλησία στα βουλγαρικά ευμεταβλησία στα λευκορωσίας ευμεταβλησία στα πορτογαλικά ευμεταβλησία στα ουκρανικά ευμεταβλησία στα πολωνική
κυριαρχία στα δανική σε στα δανική σταματώ στα αγγλικά μητέρα στα πορτογαλικά ικρίωμα στα αγγλικά
σταματώ λατινικά κυριαρχία ορισμός σε πρωτο πλανο ικρίωμα σημαίνει μητέρα γη