lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειονέκτημα στα ιταλικά

Λέξη:
μειονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
danno, detrimento, difetto, errore, fallo, inconveniente, lesione, peccato, pregiudizio, sbaglio, torto, vituperio, vizio
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά μειονέκτημα, μειονέκτημα των παραδοσιακών μεθόδων αξιολόγησης επενδύσεων είναι, μειονέκτημα των δικτύων οπτικών ινών, μειονέκτημα της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι, μειονέκτημα συνώνυμο, μειονέκτημα english, μειονέκτημα στα ιταλικά, danno στα ελληνικά
μειονέκτημα στα ιταλικά