lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ακροατήριο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
audience, auditorium
ακροατήριο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
obecenstvo, posluchačstvo, sál, síň
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auditorium, hörsaal, zuhörer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
auditorium, publikum
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
auditorio, aula, cátedra, sala
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assistance, auditoire, salle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
uditorio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
auditorium, publikum
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аудиторией, аудитории, аудитория, публика
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
auditorium, hörsal, åhörare
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
publik, saal
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuulijakunta
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hallgatóság
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
auditório, sala
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
audytorium

Σχετικές λέξεις

ακροατήριο κανείς, ακροατήριο δικαστηρίου, ακροατήριο συνώνυμα, διττό ακροατήριο, φανταστικό ακροατήριο