lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μικρός στα ιταλικά

Λέξη:
μικρός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (16):
fanciullo, garzone, giovane, giovanile, insignificante, irrilevante, maschio, meschino, minuto, novellino, novello, piccino, piccolo, poco, ragazzo, trascurabile
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά μικρός, μικρός το δέμας, μικρός τιτανικός, μικρός πρίγκιπας, μικρός πρίγκηπας πάτρα, μικρός νικόλας, μικρός στα ιταλικά, fanciullo στα ελληνικά
μικρός στα ιταλικά