lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εγκαθιστώ στα γερμανικά

Λέξη:
εγκαθιστώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (23):
anbringen, anlegen, ansetzen, anstecken, anziehen, begründen, einrichten, einsetzen, einspannen, errichten, gründen, identifizieren, installieren, legen, platzieren, setzen, stellen, stiften, umbiegen, unterbringen, voraussetzen, vorlegen, wetten
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εγκαθιστώ, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ κλίση, εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα γερμανικά, anbringen στα ελληνικά
εγκαθιστώ στα γερμανικά