οικοδόμος στα αγγλικά οικοδόμος στα τσεχική οικοδόμος στα δανική οικοδόμος στα ισπανικά οικοδόμος στα γαλλικά οικοδόμος στα νορβηγικά οικοδόμος στα ρωσικά οικοδόμος στα λευκορωσίας οικοδόμος στα εσθονική οικοδόμος στα φινλανδικά οικοδόμος στα κροατικά οικοδόμος στα ουγγρική οικοδόμος στα λιθουανική οικοδόμος στα πορτογαλικά οικοδόμος στα ρουμανική οικοδόμος στα ουκρανικά οικοδόμος στα πολωνική
απαλός στα νορβηγικά κάψουλα στα γαλλικά έφηβος στα αγγλικά μόλυνση στα σουηδικά όγκος στα γαλλικά