οικοδόμος στα αγγλικά οικοδόμος στα τσεχική οικοδόμος στα δανική οικοδόμος στα ισπανικά οικοδόμος στα γαλλικά οικοδόμος στα ιταλικά οικοδόμος στα νορβηγικά οικοδόμος στα ρωσικά οικοδόμος στα λευκορωσίας οικοδόμος στα εσθονική οικοδόμος στα φινλανδικά οικοδόμος στα κροατικά οικοδόμος στα ουγγρική οικοδόμος στα λιθουανική οικοδόμος στα πορτογαλικά οικοδόμος στα ρουμανική οικοδόμος στα ουκρανικά
εκδίκηση στα δανική εφηβεία στα αγγλικά μαζεύω στα ουκρανικά χαμηλός στα ουκρανικά πολύτιμος στα νορβηγικά
εκδίκηση (intikam) μαζεύω καπάκια πολύτιμος λίθος καρκίνου χαμηλός αιματοκρίτης