στέρεο στα αγγλικά στέρεο στα γερμανικά στέρεο στα δανική στέρεο στα ισπανικά στέρεο στα γαλλικά στέρεο στα νορβηγικά στέρεο στα ρωσικά στέρεο στα σουηδικά στέρεο στα λευκορωσίας στέρεο στα πορτογαλικά στέρεο στα πολωνική
υπερβολικός στα τσεχική εταιρία στα νορβηγικά ανεβαίνω στα πορτογαλικά εφημέριος στα πορτογαλικά αντιμόνιο στα λιθουανική
εφημέριος ορισμός υπερβολικός ύπνος εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ανεβαίνω σκαλοπάτια πεντασθενές αντιμόνιο