στέρεο στα αγγλικά στέρεο στα γερμανικά στέρεο στα δανική στέρεο στα ισπανικά στέρεο στα γαλλικά στέρεο στα ιταλικά στέρεο στα νορβηγικά στέρεο στα σουηδικά στέρεο στα λευκορωσίας στέρεο στα πορτογαλικά στέρεο στα πολωνική
πνευματώδης στα νορβηγικά αμάξωμα στα γερμανικά μετρώ στα ιταλικά φλιτζάνι στα ουκρανικά ορίζω στα αγγλικά
ορίζω ετυμολογία αμάξωμα σασί μετρώ και εκφράζω το μήκος φλιτζάνι ορθογραφια πνευματώδης συνώνυμα