lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κατηγορούμενος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accused, defendant
κατηγορούμενος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
obviněný, obžalovaný
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acusado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accusé
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accusato
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обвиняемый, подсудимый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svarande
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
падсудны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syytetty
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tuženik
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
terhelt, vádlott
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acusado
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
acuzat
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відповідач, обвинувачений, підсудний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
podsądny

Σχετικές λέξεις

κατηγορούμενος ο έρως, κατηγορούμενος ο έρως 1962, κατηγορούμενος για αναρχία, κατηγορούμενος αγγλικα, κατηγορούμενος μετάφραση, κατηγορούμενος συνώνυμα, κατηγορούμενος συνωνυμο, δις κατηγορούμενος, ονειροκρίτης κατηγορούμενος