lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κηλίδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
biota, blemish, blot, blotch, blur, macula, mark, slur, smear, smirch, smudge, smut, soil, splash, splodge, splotch, spot, stain, taint
κηλίδα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
flek, flíček, místo, nečistota, poskvrna, potřísnění, pošpinění, skvrna, stříkanec, úhona, špína
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
defekt, fehler, fleck, klecks, makel, maser, platz, schmutzfleck, schönheitsfehler
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fleks, klat, plads, plet, sted
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
borrón, defecto, desdoro, mancha, mancilla, mugre, mácula, sitio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
endroit, lampée, macule, souillure, tache, éclaboussure
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiazza, luogo, macchia, posto, punto, spruzzo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blekklatt, flekk, klatt, plass, plett, sted
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пятно
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blekklatt, fläck, klatt, klick, palett
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njollë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
лапіна
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
laik, plekk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
läikkä, paikka, pilkku, saasta, sija, tahra, täplä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mrlja
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
folt, paca, pecsét, petty, szégyenfolt
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dėmė, vieta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
borrão, desadoro, local, lugar, mancha, mácula, nódoa, paragem, pinta, sitio, sítio
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
škvrna
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вада, витончений, відбивання, віддзеркалення, відзначати, відзначити, відмітити, відмічати, віднесення, відтиск, гладенький, дефект, знак, ляпка, марка, мітка, пляма, пляму, подагра, позначати, позначення, позначити, позначка, покажчик, помітити, помічати, прикмета, приписування, слід, штамп
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
plama

Σχετικές λέξεις

κηλίδα στο δέρμα, κηλίδα στο μάτι, κηλίδα του φουξ, κηλίδα στα χείλη, κηλίδα στον ήλιο, κηλίδα συνώνυμα, κηλίδα δέρμα, ωχρά κηλίδα, ωχρή κηλίδα, μογγολοειδής κηλίδα