lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπλουτίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
εμπλουτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
паляпшаць, угнойваць, удабраць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας εμπλουτίζω, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω στα λευκορωσίας, паляпшаць στα ελληνικά
εμπλουτίζω στα λευκορωσίας