lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ουδέτερος στα λευκορωσίας

Λέξη:
ουδέτερος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (8):
бесстаронні, непрадузяты, справядлівы, нейтральны, абыякавы, безуважны, безудзельны, раўнадушны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ουδέτερος, ουδέτερος χρώμα, ουδέτερος φάση, ουδέτερος συνώνυμο, ουδέτερος συνώνυμα, ουδέτερος μονισμός, ουδέτερος στα λευκορωσίας, бесстаронні στα ελληνικά
ουδέτερος στα λευκορωσίας