lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ραντίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
ραντίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
пырскаць, пакрапіць, паліваць, крапіць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ραντίζω, ραντίζω στα λευκορωσίας, пырскаць στα ελληνικά
ραντίζω στα λευκορωσίας