lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ραντίζω στα ουγγρική

Λέξη:
ραντίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (9):
csepereg, csöpögni, leönt, meglocsolni, megöntözni, csöpögtet, leönteni, öntözni, spriccel
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ραντίζω, ραντίζω στα ουγγρική, csepereg στα ελληνικά
ραντίζω στα ουγγρική