lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαλεύω στα λιθουανική

Λέξη:
σαλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (2):
judėti, judinti
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική σαλεύω, σαλεύω στα λιθουανική, judėti στα ελληνικά
σαλεύω στα λιθουανική