lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λοξοδρομώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deflect, deviate, digress, divert, ramble, swerve, veer
λοξοδρομώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
odbočit, odbočovat, odběhnout, odchýlit, odklonit, odklánět, uchýlit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abbiegen, abgewichen, abschweifen, abschwenken, abweichen, einlenken, schwenken
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
declinar, desviar, desviarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aberrer, biaiser, décliner, dévier, rabattre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
declinare, deflettere, deviare
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отклонять
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poiketa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desviar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zbaczać

Σχετικές λέξεις

λοξοδρομώ συνώνυμο