lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τρελός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crazy, foolhardy, frantic, frenzied, mad, maniac, maniacal
τρελός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
blázen, bláznivý, střelený, ztřeštěný, šílenec, šílený
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
irre, toll, verrückt, verrückter, wahnsinnig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
skør, vanvittig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chiflado, descabellado, loco
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fou, insensé, loufoque
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
folle, insensato, matto, pazzesco, pazzo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avsindig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безумный, сумасшедший
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besinningslös
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
безразважны, надзвычайны, неразумны, шалёны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
hull
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hassu, hullu
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
tébolyodott
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
beprotis, beprotiškas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chifrado, descabelado, frenético, insano, loco, louco
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
агонізується, безумний, божевільний, марить, навіжений, психічнохворий, розладжений, скажений
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
szaleńczy, wariacki

Σχετικές λέξεις

τρελός παλαβός και βέγγος, τρελός γάιδαρος, τρελός είμαι ότι θέλω κάνω, τρελός για σένα, τρελός μαθηματικός, τρελός για σένα πάνος κιάμος, τρελός συνώνυμα, τρελός λαγός, τρελός ή τρελλός, τρελός παπάς