lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μπιζέλι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pea
μπιζέλι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hrách
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erbse, erbsen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
et, ært
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chícharo, guisante, guisantes
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gesse, hâtiveau, pois
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pisello
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ert
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
горох, горошек
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ert, ärta
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гарох
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
hernes
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herne
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grašak
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
borsó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
žirnis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ervilha
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
горох, горохи
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
groch, groszek

Σχετικές λέξεις

μπιζέλι ή αρακάς, μπιζέλι wikipedia, μπιζέλι με κοτόπουλο, μπιζέλι στο φούρνο, μπιζέλι καλλιέργεια, μπιζέλι συνταγή, μπιζέλι γιαχνί, μπιζέλι φυτό, μπιζέλι και εγκυμοσύνη, μπιζέλι θερμίδες