lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπιζέλι στα ουκρανικά

Λέξη:
μπιζέλι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
горох, горохи
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μπιζέλι, μπιζέλι φυτό, μπιζέλι συνταγή, μπιζέλι στο φούρνο, μπιζέλι με κοτόπουλο, μπιζέλι καλλιέργεια, μπιζέλι στα ουκρανικά, горох στα ελληνικά
μπιζέλι στα ουκρανικά