lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μποϋκοτάρω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
black, boycott
μποϋκοτάρω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bojkotovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
boykottieren
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
boicotear
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boycotter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
boicottare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
boikotte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бойкотировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bojkotta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
boicotar, boicotear
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bojkotować