lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μποϋκοτάρω στα πορτογαλικά

Λέξη:
μποϋκοτάρω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
boicotar, boicotear
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μποϋκοτάρω, μποϋκοτάρω στα πορτογαλικά, boicotar στα ελληνικά
μποϋκοτάρω στα πορτογαλικά