ανεξάρτητος στα αγγλικά ανεξάρτητος στα τσεχική ανεξάρτητος στα γερμανικά ανεξάρτητος στα δανική ανεξάρτητος στα ισπανικά ανεξάρτητος στα γαλλικά ανεξάρτητος στα ιταλικά ανεξάρτητος στα ρωσικά ανεξάρτητος στα σουηδικά ανεξάρτητος στα λευκορωσίας ανεξάρτητος στα φινλανδικά ανεξάρτητος στα ουγγρική ανεξάρτητος στα πορτογαλικά ανεξάρτητος στα ουκρανικά ανεξάρτητος στα πολωνική
μόλυνση στο πρόσωπο εφευρίσκω ρήμα γίνε ασφαλιστής πτολεμαίος αστρονόμος