lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ομιλητής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abjurer, announcer, broadcaster, lecturer, orator, speaker, talker
ομιλητής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hlasatel, mluvčí, přednášející, řečník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ansager, redner, rundfunksprecher, sprach, sprecher, vortragende
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
taler
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conferenciante, locutor, orador, speaker
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conférencier, déclamateur, harangueur, locuteur, orateur, présentateur, speaker
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
oratore, relatore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hallomann, taler
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выступающий, говорящий, диктор, докладчик, лектор, оратор, спикер
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
talare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диктор, лектор, оратор
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дыктар, лектар, прамоўца
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kõneleja
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
esitelmänpitäjä, luennoitsija, puhuja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
govornik, spiker
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bemondó, beszélő, hangszóró, szónok
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kalbėtojas, oratorius
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abobado, conferenciante, locutor, orador, saliente
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
видатний, видний, викладач, випнутий, виступаючий, дзьобатий, диктор, динамік, доповідач, доцент, лежачий, лектор, мундштук, невиконаний, несплачений, оповідач, опуклий, оратор, поважний, промовець, спікер, читач
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
mówca, prelegent, spiker

Σχετικές λέξεις

ομιλητής αγγλικά, ομιλητής en francais, ομιλητής μετάφραση, ομιλητής στα γαλλικά, φυσικός ομιλητής, παπανδρέου ομιλητής, ιδανικός ομιλητής, γηγενής ομιλητής