lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: οροπέδιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coaster, plate, plateau, platter, salver, table-land, tableland, tray, upland, waiter
οροπέδιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
deska, plošina, podnos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hochebene, hochfläche, plateau, platte, tablett
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bakke, bredt, vidde
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
altiplano, bandeja, meseta
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plateau
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
altopiano, vassoio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bakke, brett, platå, vidde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плато, плоскогорье, поднос
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brett, bricka, platå
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tabaka
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паднос, падношванне, паднясенне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kandik, platoo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarjotin, tasanko
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fennsík, tálca
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
padėklas, plynaukštė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bandeja, meseta
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
tavă
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
plató, zásobník
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лоток, офіціант, піднос, підношення, сервер, таця
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
płaskowyż, płaskowzgórze, taca

Σχετικές λέξεις

οροπέδιο λασιθίου, οροπέδιο νίδας, οροπέδιο της νίδας, οροπέδιο τρίπολης, οροπέδιο των μουσών, οροπέδιο λασιθίου ξενώνες, οροπέδιο περιοδικό, οροπέδιο θιβέτ, οροπέδιο καθαρού, οροπέδιο φενεού