lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οροπέδιο στα ουκρανικά

Λέξη:
οροπέδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
лоток, офіціант, піднос, підношення, сервер, таця
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά οροπέδιο, οροπέδιο φενεού, οροπέδιο των μουσών, οροπέδιο τρίπολης, οροπέδιο της νίδας, οροπέδιο περιοδικό, οροπέδιο στα ουκρανικά, лоток στα ελληνικά
οροπέδιο στα ουκρανικά