lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακατεύω στα ουγγρική

Λέξη:
ανακατεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (10):
elegy, keverék, keverni, vegyíteni, vegyület, összecserélni, összekever, összekeverni, összevegyít, összezavarni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ανακατεύω, προστακτική ανακατεύω, ανακατεύω συνώνυμα, ανακατεύω στα αγγλικα, ανακατεύω in english, ανακατεύω στα ουγγρική, elegy στα ελληνικά
ανακατεύω στα ουγγρική