lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κηπουρική στα ουγγρική

Λέξη:
κηπουρική (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
kertészet, kertészkedés
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική κηπουρική, κηπουρική τον φεβρουάριο, κηπουρική τον μάρτιο, κηπουρική το φθινόπωρο, κηπουρική συμβουλές, κηπουρική στο μπαλκόνι, κηπουρική στα ουγγρική, kertészet στα ελληνικά
κηπουρική στα ουγγρική