κλινικός στα αγγλικά κλινικός στα τσεχική κλινικός στα γερμανικά κλινικός στα ισπανικά κλινικός στα γαλλικά κλινικός στα ιταλικά κλινικός στα ρωσικά κλινικός στα λευκορωσίας κλινικός στα πορτογαλικά κλινικός στα ουκρανικά κλινικός στα πολωνική
έννοια στα νορβηγικά απόφαση στα ισπανικά υπερασπίζω στα πορτογαλικά βάζω στα ισπανικά επίσης στα ουκρανικά
έννοια της ετοιμότητας ενός εργαζομένου για την οργανωτική αλλαγή επίσης φωκάς βάζω πλυντήριο απόφαση στε για εφαπαξ υπερασπίζω ή υπερασπίζομαι