κλινικός στα αγγλικά κλινικός στα τσεχική κλινικός στα γερμανικά κλινικός στα ισπανικά κλινικός στα ιταλικά κλινικός στα ρωσικά κλινικός στα λευκορωσίας κλινικός στα ουγγρική κλινικός στα πορτογαλικά κλινικός στα ουκρανικά κλινικός στα πολωνική
διακοπή στα γερμανικά σαν στα φινλανδικά βοηθητικός στα πορτογαλικά τραυματισμένος στα ρωσικά κασκόλ στα αλβανικά
διακοπή ηλεκτροδότησης βοηθητικός χώρος σαν ναυαγοι κασκόλ λαιμός