lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουγκρίζω στα ουγγρική

Λέξη:
μουγκρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
bőgni, ordítani, üvölt
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μουγκρίζω, μουγκρίζω στα ουγγρική, bőgni στα ελληνικά
μουγκρίζω στα ουγγρική