lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πρόωρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anticipatory, early, expired, precocious, precocity, premature
πρόωρος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
předčasný, raný, unáhlený, včasný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
frühzeitig, verfrüht, vorzeitig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tidlig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anticipado, precoz, prematuro, temprano
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anticipé, hâtif, précoce, prématuré
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
precoce, prematuro
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безвременен, безвременный, досрочный, преждевременен, преждевременный
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дачасны, заўчасны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ennenaikainen, varhainen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
koraérett
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prematuro
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невдалий, передчасний, скороспілий, скоростиглий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przedterminowy, przedwczesny

Σχετικές λέξεις

πρόωρος τοκετός, πρόωρος τοκετός συμπτώματα, πρόωρος συνώνυμα, πρόωρος τοκετός 6 μηνών, πρόωρος τοκετός και θηλασμός, πρόωρος τοκετός κίνδυνοι, πρόωροσ θάνατοσ, πρόωρος τοκετός διδύμων, πρόωρος συνώνυμο