lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άλσος στα ουκρανικά

Λέξη:
άλσος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
гай, мілина
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άλσος, άλσος συγγρού, άλσος σκοπευτηρίου καισαριανής, άλσος περιστερίου, άλσος παπάγου, άλσος παγκρατίου, άλσος στα ουκρανικά, гай στα ελληνικά
άλσος στα ουκρανικά