lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άπληστος στα ουκρανικά

Λέξη:
άπληστος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
грабіжницький, жадний, жадібний, зажерливий, ласий, недостатній, ненажера, ненажерливий, пожадливий, свиноподібний, свинський, схоплення
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άπληστος, άπληστος συνώνυμο, άπληστος στα αγγλικά, άπληστος πατέρας, άπληστος ορισμός, άπληστος ετυμολογία, άπληστος στα ουκρανικά, грабіжницький στα ελληνικά
άπληστος στα ουκρανικά