lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άπληστος στα τσεχική

Λέξη:
άπληστος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (19):
chamtivý, chlípný, chtivý, dravý, dychtivý, hladový, hltavec, hltavý, hrabivý, lakomý, lakotný, lačný, mlsný, nenasytný, skoupý, smyslný, zištný, žravý, žádostivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική άπληστος, άπληστος συνώνυμο, άπληστος στα αγγλικά, άπληστος πατέρας, άπληστος ορισμός, άπληστος ετυμολογία, άπληστος στα τσεχική, chamtivý στα ελληνικά
άπληστος στα τσεχική